- καπηλικός
- -ή, -ό (Α καπηλικός, -ή, -όν) [κάπηλος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπηλο, αισχροκερδής2. βάναυσος, χυδαίος, αγροίκοςαρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ή καπηλική (ενν. τέχνη)η καπηλεία2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καπηλικόνα) προμηθευτές τροφίμων που ακολουθούσαν τον στρατόβ) φόρος που επιβαλλόταν στις λειανικές πωλήσεις.επίρρ...καπηλικώς (Α καπηλικῶς)με καπηλικό τρόπο («τὰ πράγματα καπηλικῶς διανέμων», Πλούτ.)νεοελλ.βάναυσα, χυδαίααρχ.πλαστά, με νοθεία.
Dictionary of Greek. 2013.